- φιλοσωμάτῳ
- φιλοσώματοςloving the bodymasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοσωματώ — έω, Α [φιλοσώματος] αγαπώ και περιποιούμαι το σώμα μου … Dictionary of Greek